κολαστήρ

κολαστήρ
κολαστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α)
κολαστής, τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα -τήρ / -τῆρος (πρβλ. βλασ-τήρ, στεγασ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολαστήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστῆρας — κολαστήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευναστήρ — εὐναστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α) 1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος 2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)] …   Dictionary of Greek

  • κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”